- ῥωβικός
- ῥωβικός, ή, όν,A unable to pronounce the letter
ῥῶ, ῥωβικώτερος D.L. 2.108
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥῶ, ῥωβικώτερος D.L. 2.108
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρωβικός — ή, όν, Α αυτός που δεν μπορεί να προφέρει το γράμμα ρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, πιθ. κατ αναλογία προς τα συλλαβικός, τριβικός] … Dictionary of Greek
ῥωβικώτερος — ῥωβικός unable to pronounce the letter masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)